- λυκούργειος
- -α, -ο (Α λυκούργειος, -ον) [Λυκούργος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λυκούργο, τον βασιλιά τής Σπάρτης (α. «λυκούργειοι νόμοι» β. «τὴν Λυκούργειον πολιτείαν», Πολύαιν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λυκούργεια — Λυκούργεια, ἡ (Α) [λυκούργειος] τριλογία τού Αισχύλου που πραγματεύεται τον μύθο τού Λυκούργου, βασιλιά τής Θράκης, η οποία δεν διασώθηκε … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Λυκούργος — I Σπαρτιάτης νομοθέτης, η ζωή του οποίου πιθανότατα ανάγεται στη σφαίρα του μύθου. Οι αρχαίοι συγγραφείς τού απέδιδαν τη νομοθεσία της αρχαίας Σπάρτης, έργο το οποίο ασφαλώς απασχόλησε πολλά άτομα και για σημαντικό χρονικό διάστημα. Οι… … Dictionary of Greek